Feeds:
Posts
Comments

ΤΙΤΑΝΕ (2021)

Σκηνοθεσία : Ζουλιά Ντικουρνό

Πρωταγωνιστούν : Αγκάτ Ρουσέλ, Βενσάν Λεντόν, Γκαράνς Μαριγιέ

Η μικρή Αλεξιά θύμα σοβαρού τροχαίου δυστυχήματος θα πρέπει να ζήσει με μια πλάκα από τιτάνιο στο κεφάλι της. Η ενήλικη Αλεξιά κάνει σόου σε στριπ κλαμπ, λατρεύεται από το αντρικό φύλο, ικανοποιείται σεξουαλικά με…μηχανές και σκοτώνει για κάποιο ανεξήγητο λόγο.

Σας φαίνονται περίεργα όλα αυτά έτσι; Που να δείτε τη συνέχεια! Το κείμενο ευτυχώς για όσους το διαβάζουν κι ευτυχώς για μένα που το γράφω θα είναι μικρό γιατί δεν γίνεται να πλατιάσεις και να προσπαθήσεις να δώσεις στον αναγνώστη να καταλάβει περί τίνος πρόκειται αν δεν κάνεις αποκαλύψεις, και το μπλογκ αυτό δεν το κάνει ποτέ. Σαφέστατα εχθροί και φίλοι θα συμφωνήσουν ότι η Ντικουρνό έκανε μία πολύ τολμηρή ταινία. Ο κινηματογράφος της είναι σκληρός και συχνά άρρωστος, αλλά η σκληρότητα και η αρρώστια υπάρχουν γύρω μας. Η Ντικουρνό “ονειρεύεται” ή καλύτερα προβλέπει μια κοινωνία σκοτεινή και εχθρική, ενώ παράλληλα ακούμε στο μυαλό μας τα ουρλιαχτά των διαφορετικών ανθρώπων τους οποίους εμείς οι “φυσιολογικοί” συχνά στοχοποιούμε. Το φιλμ ξεκινά σαν ένα post-punk κόμικ που παίρνει σάρκα και οστά και φυσικά προειδοποιεί εξ αρχής, “δεν είναι για όλους και πολλοί από εσάς που είστε στην αίθουσα θα θελήσετε να φύγετε”.

Το ΤΙΤΑΝΕ χτυπάει ανελέητα το πολιτικώς ορθό σινεμά και τον καθωσπρεπισμό, θα μου πείτε είναι η μόνη ταινία που το κάνει; Και βέβαια όχι απλώς αυτό το είδος σινεμά σπανίζει, τουλάχιστον με το τρόπο που το κάνει η συγκεκριμένη δημιουργός. Πολλές σκηνές θα σοκάρουν με την ωμότητά τους και καταλαβαίνω απόλυτα όλους όσους δεν το αντέχουν, δεν μπορούν όλα να ικανοποιούν όλους, κανόνας. Το ΤΙΤΑΝΕ κάποιοι θα το θεωρήσουν ένα goth ανεξάρτητο διαμάντι και κάποιοι άλλοι έναν εφιάλτη ο οποίος βρήκε τη θέση του στη μεγάλη οθόνη. Η αλήθεια μάλιστα είναι πως κι εγώ βγήκα διχασμένος από την αίθουσα, τι είδα τελικά; Προς το παρόν καταλήγω ότι είδα ένα φιλμ από την σχολή εφιαλτών του Κρόνεμπεργκ αλλά νομίζω πως η Ντικουρνό προχωρά πολύ παρά πέρα. Υπάρχει το θρίλερ, υπάρχει ακόμα και η επιστημονική φαντασία και υπάρχει και το κόμικ αλλά σε άλλη μορφή, μη φανταστείτε τις χολλυγουντιανές ιστοριούλες.

Η μοναξιά, η περιθωριοποίηση, η απανθρωπιά, η βία, το μίσος μιας σύγχρονης ή αν θέλετε μιας πολύ κοντινής μελλοντικής κοινωνίας επιτίθοντε από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό. Η αναληθοφάνεια της ταινίας συχνά θα γίνει για κάποιους ενοχλητική αλλά προφανώς αυτός είναι και ο σκοπός της Ντικουρνό, και φυσικά κανείς δεν είναι υποχρεωμένος ούτε να συμφωνήσει και να δεχτεί αυτό το είδος σινεμά ούτε να εκτιμήσει τις όποιες προθέσεις της Γαλλίδας. Η Ντικουρνό δεν έκρυψε ποτέ της πόσο αγαπά τα σκληρά θρίλερ και τα δυστοπικά φιλμ, οπότε εσείς αποφασίζετε.

Από την άλλη το σινεμά της είναι τίμιο και ξεκάθαρο, δεν υπάρχει τίποτα δήθεν στο ΤΙΤΑΝΕ ή κάποια κρυμμένα νοήματα για τα οποία θα φταίει το κοινό που δεν τα κατάλαβε. Υπάρχει τρόμος, υπάρχει αγωνία, υπάρχει δημιουργική τρέλα, και κυρίως υπάρχει μια πρωταγωνίστρια η οποία τα έδωσε όλα στην κυριολεξία για να μπορέσει να υποδυθεί την Αλεξιά , η Αγκάτ Ρουσέλ είνα ανατριχιαστικά καλή κι ακόμα και όσοι μισήσουν την ταινία δεν μπορούν να μην υποκληθούν στην ερμηνεία της, εξαιρετικός βέβαια και ο Βενσάν Λεντόν τον οποίο είχα θαυμάσει στο σπουδαίο φιλμ Ο Νόμος Της Αγοράς.

Αν σώνει και καλά θα έπρεπε να βγάλω συμπέρασμα θα κατέληγα στο ότι το ΤΙΤΑΝΕ είναι μία ταινία που ή θα την μισήσεις ή θα την αγαπήσεις, ο γράφων ακόμα αναρωτιέται αλλά μάλλον θα καταλήξει στο δεύτερο.

Παράλληλες Μητέρες (Madres paralelas) -2021

Σκηνοθεσία : Πέδρο Αλμοδόβαρ

Πρωταγωνιστούν : Πενέλοπε Κρουζ, Μιλένα Σμιτ, Ρόσι Ντε Πάλμα, Αϊτάνα Σάντσεζ Χιχόν, Ντανιέλα Σαντιάγκο

Δύο ανύπαντρες μητέρες, η μία πετυχημένη φωτογράφος και η άλλη ένα κορίτσι που πληρώνει την “επιπολαιότητα” μιας βραδιάς. Βρίσκονται στο ίδιο μαιευτήριο και η φωτογράφος στηρίζει την μικρή η οποία αισθάνεται πιο μόνη από ποτέ, αυτή η συνάντηση θα αλλάξει για πάντα τη ζωή τους.

Δεν νομίζω να υπάρχει πιο φεμινιστής σκηνοθέτης αυτή την στιγμή από τον Αλμοδόβαρ, η λατρεία του για το γυναικείο φύλο φαίνεται σχεδόν σε κάθε πλάνο και σε κάθε γραμμή του σεναρίου. Δεν ξέρω επίσης αν υπάρχει σκηνοθέτης που την πιο απλή ιστορία η οποία κάλλιστα θα γινόταν δακρύβρεχτο μελό στα χέρια άλλων, την μετατρέπει σε ένα συγκλονιστικά ανθρώπινο φιλμ με φοβερό βάθος και προβληματισμό. Ασφαλώς η μοναχική μητρότητα δεν είναι απλό θέμα, ειδικά όταν πρόκειται για επιλογή της γυναίκας κόντρα σε όλους και σε όλα, αλλά ας μη γελιόμαστε θέλει τεράστια τέχνη ο χειρισμός του στη μεγάλη οθόνη. Για παράδειγμα η νεαρή Άννα στην αρχή δεν πολυθέλει το παιδί της, ο πατέρας της δεν θέλει την ίδια, ο πατέρας του παιδιού άφαντος και η δική της μητέρα βρίσκει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όνειρό της που είναι η καριέρα στο θέατρο, δεν έχει χρόνο λοιπόν για κόρη και εγγόνι, μια νεαρή γυναίκα εντελώς μόνη καλείται να παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή της, κι από ένα κάπως χαμένο παιδί που ήταν μέχρι πρόσφατα η ίδια πρέπει να μεγαλώσει το δικό της παιδί.

Από την άλλη η Τζάνις είναι μια γυναίκα πιο σίγουρη για τον εαυτό της πατά στα πόδια της και ξέρει τι θέλει, κοντά στα σαράντα η εγκυμοσύνη της παρουσιάζεται σαν θείο δώρο έστω κι αν ο πατέρας δεν αναγνωρίζει το παιδί γιατί έχει αμφιβολίες. Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες που τους ενώνουν τα παιδιά τους. Παράλληλα η Τζάνις ψάχνει τις ρίζες της και την ταυτότητά της που είναι θαμμένες σε κάποιον κρυφό τάφο στο χωριό καταγωγής της και ξεκινούν από τον Ισπανικό Εμφύλιο. Παππούδες και προπαππούδες δολοφονήθηκαν από τους φασίστες, θάφτηκαν σε λάκκους και εξαφανίστηκαν αλλά η φωτογράφος έχει στοιχεία για το που μπορεί να είναι θαμμένοι και για την εκταφή ζητά την βοήθεια ενός ανθρωπολόγου. Η Τζάνις που αναζητά απελπισμένα αυτό το δέσιμο με το παρελθόν, για την ίδια αλλά και για την κορούλα της, η Τζάνις παιδί ανύπαντρης μητέρας, και η μητέρα της το ίδιο.

Η τρυφερότητα με την οποία πλησιάζει ο Αλμοδόβαρ τη συγκεκριμένη κατηγορία γυναικών είναι μάθημα κινηματογράφου ανθρωπιάς και θα το επαναλάβω δεν υπάρχει ίχνος μελό. Η γυναίκα σαν φίλη, σαν μητέρα, σαν ερωμένη, σαν αγωνίστρια, να το πω αλλιώς το φιλμ είναι ένας μικρός ύμνος! Παράλληλα λοιπόν υπάρχει η ανάγκη για ταυτότητα, για δικαιοσύνη, υπάρχει η ανάγκη δεσίματος με το παρελθόν, το τότε και το τώρα. Τι ξέρει άραγε η νέα γενιά για τον Εμφύλιο, τι ξέρει για τους ανώνυμους τάφους; Μπορεί να τα αφήσει όλα πίσω της; Μπορεί να ξεκόψει από την ίδια της την ιστορία; Το αίμα των παππούδων μας κυλάει ακόμα στις φλέβες μας και καθένας από μας είναι ένας φορέας ιστορίας θέλει δεν θέλει. Ο Αλμοδόβαρ φυσικά δεν λαϊκίζει όπως θα βιαστούν να συμπεράνουν οι άσχετοι από σινεμά και ιστορία, ο Αλμοδόβαρ πονάει, ο Αλμοδόβαρ ενοχλείται από την αδιαφορία, την πολιτική και την κοινωνική οπότε αποφασίζει να τρίψει στα μούτρα τόσο του καλλιτεχνικού όσο και του “μεταμοντέρνου πολιτικώς ορθού” κατεστημένου άλλο ένα κινηματογραφικό διαμάντι.

Ο δημιουργός επαναλαμβάνεται όμορφα, δίνει βάση στα έντονα χρώματα στα οποία βασίζονται μερικά υπέροχα πλάνα, εικαστικά παίζει στο γήπεδό του και κερδίζει, άλλη μία πανδαισία χρωμάτων και φωτός. Θα έλεγα ότι συχνά ο Αλμοδόβαρ μου φέρνει στο μυαλό μια ποπ αρτ του Αντυ Γουόρχολ στο πιο κινηματογραφικό, έχει άποψη για όλα, από τους εσωτερικούς χώρους μέχρι και τα ρούχα, σε κάνει με το ζόρι να παρατηρείς τέτοιες λεπτομέρειες. Όσο για τις ερμηνείες, υπέροχες όλες (όπως συνήθως) με πρώτη βέβαια την Πενέλοπε Κρουζ η οποία έχει ωριμάσει ερμηνευτικά εδώ και καιρό τόσο πολύ που σε ψήνει να δεις ταινία μόνο και μόνο επειδή παίζει εκείνη, όσο μικρόσωμη είναι τόσο πιο πολύ γεμίζει με την παρουσία της την οθόνη κι εδώ φυσικά υποδύεται έναν από τους ρόλους της ζωής της.

Πολύ καλό σενάριο με εξαιρετική δουλειά στο κτίσιμο των χαρακτήρων αλλά και στην εξέλιξή τους, ειδικά η Άννα που ξεκινά χαμένη και μπαίνει στο τούνελ της ωριμότητας, οι ανατροπές συγκινούν ενώ στο φινάλε ο θεατής διαβάζει κάτι από Εδουάρδο Γκαλεάνο και συνειδητοποιεί ακόμα και τότε πόσο σημαντική ταινία έχει δει.

Από τις σημαντικότερες ταινίες του Ισπανού κατά τη γνώμη μου και επίσης κατά τη γνώμη μου μία από τις καλύτερες της χρονιάς.

Καλή Διασκέδαση.

No Time To Die (2020)

Σκηνοθεσία : Κάρι Τζότζι Φουκουνάκα

Πρωταγωνιστούν : Ντάνιελ Κρεγκ, Ράμι Μαλέκ, Λέα Σεηντού, Ναόμι Χάρις, Άννα Ντε Άρμας, Ρέιφ Φάϊνς, Κριστόφ Βαλτζ.

Ο Τζέημς Μποντ έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση αλλά όταν ο παλιός του φίλος Φίλιξ Λάϊτερ ζητά την βοήθειά του προκειμένου να βρουν έναν επιστήμονα ο οποίος έχει απαχθεί και παράλληλα είναι ο δημιουργός του πιο ισχυρού βιολογικού όπλου στον κόσμο τότε ο Βρετανός πρώην πράκτορας αναλαμβάνει δράση και πάλι.

Έχουν γραφτεί πολλά κι έχουν ειπωθεί πολλά τόσο για το φιλμ όσο και για την μυθολογία του 007. Δε σκοπεύω να γράψω περισσότερα απλώς και μόνο ότι αυτό το ζήτημα περί μυθολογίας έπαψε να ισχύσει πάρα πολλά χρόνια τώρα. Ήταν μια κατασκευή η οποία δεν ξέρω τελικά που εξυπηρετούσε. Κάθε σινέ-Μποντ ήταν διαφορετικός και δεν προσπάθησε να μιμηθεί τον χαρακτήρα που είχε υποδυθεί ο προηγούμενος ηθοποιός και καθένας είχε τις δικαιολογίες του. Ο Ρότζερ Μουρ για παράδειγμα θεωρούσε τον Μποντ του Φλέμινγκ ξινό και χωρίς χιούμορ και ήθελε να τον αλλάξει πέρα για πέρα, και ως γνωστόν το πέτυχε. Ο Λέιζεμπι που διαδέχτηκε τον Κόννερυ βάση των βιβλίων ήταν ο πιο “Μπόντ” απ’όλους αλλά κράτησε μία ταινία,η οποία ήταν εξαιρετική. Ο Ντάλτον σπουδαίος ηθοποιός του θεάτρου προσπάθησε να δώσει μια πιο ανθρώπινη μορφή στον Μποντ η οποία τελικά δεν άρεσε και τόσο διότι οι απαιτήσεις του κοινού εκείνον τον καιρό ήταν διαφορετικές. Έρχεται ο Μπρόσναν ο οποίος ήταν κοντά στον Σον Κόννερυ αλλά είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι ο ήρωας ήταν χάρτινος οπότε δεν μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις για βάθος χαρακτήρα. Ο τελευταίος ο Ντάνιελ Κρεγκ έφερε στην οθόνη τον “Μποντ απ’την αρχή” κάτι σαν το Batman Begins και κέρδισε το στοίχημα πέρα για πέρα, ήταν ένας άλλος Μποντ κόντρα σε όλα.

Να λοιπόν που η εποχή Κρέγκ τελειώνει, και μετά τι; Έλα ντε. Όσο για την ταινία κατά κάποιο τρόπο είναι ένα ιδιόμορφο φλας μπακ ή αν θέλετε αφιέρωμα στα διάφορα στυλ Μποντ που πέρασαν από την οθόνη. Αναφορές στο Στην Υπηρεσία Της Αυτού Μεγαλειότητας με το τραγούδι της συγκεκριμένης ταινίας όπως και με την ατάκα “Έχουμε όλο το χρόνο του κόσμου”, αναφορά σε Σον Κόννερυ ή αν θέλετε και σε Μπρόσναν με το σκληρό χιουμοριστικό ύφος που έχει ο Κρεγκ κατά διαστήματα, αλλά και αναφορά στην Μουρ περίοδο με το μακελειό στην Κούβα όπου ο Μποντ “καθαρίζει” κόσμο με χαμόγελο και άνεση πετώντας την μία χιουμοριστική ατάκα μετά την άλλη εν τω μέσω σκηνών φοβερά κωμικής αναληθοφάνειας.

Μην ανησυχείτε όμως οι οπαδοί το Κρέγκ, η ταινία βγάζει και συγκίνηση και ανθρωπιά και την απαιτούμενη σοβαρότητα. όμως μιλάμε για ταινία Μποντ και φυσικά το βάρος ρίχνεται στην περιπέτεια. Ξεκινώντας από την αφήγηση λοιπόν o Φουκουνάκα έχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία στην τηλεόραση απ’ότι στον κινηματογράφο και καλείται να σκηνοθετήσει το μακροβιότερο franchise του σινεμά το οποίο είναι περιπετειώδες, δύσκολη αποστολή δηλαδή, ωστόσο στο μεγαλύτερο κομμάτι τα καταφέρνει περίφημα διότι αν σκεφτεί κανείς ότι 162 λεπτά περνούν νεράκι αυτό σημαίνει ότι σέβεται και το είδος που θέλει να υπηρετήσει αλλά και τον θεατή, αφηγηματικά λοιπόν η ταινία δεν κάνει την παραμικρή κοιλιά. Το πρόβλημα για μένα βρίσκεται στο σενάριο το οποίο περιέχει κάποια μέρη μάλλον δυσνόητα παρόλο που η ιστορία, όπως όλες οι Μποντ ιστορίες άλλωστε, είναι απλή. Κάπου εκεί λοιπόν εγώ εντόπισα ορισμένες τρύπες καθώς και κάποια ανεξήγητα “κόλπα”, προσωπικές απόψεις είναι αυτές. Όσον αφορά τις σκηνές δράσης στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι πολύ καλογυρισμένες αλλά κάποιες φανερώνουν την απειρία του σκηνοθέτη στο συγκεκριμένο κομμάτι, δηλαδή έκανα μοιραία τη σύγκριση με έναν Σαμ Μέντεζ στο Skyfall, τέλος πάντων ξαναγυρίζουμε στα συν κι αξίζει να υπογραμμιστεί ότι στο φιλμ δεν υπάρχει η παραμικρή αίσθηση x-box και κομπιούτερ σινεμά της φτήνιας που υπάρχει σε άλλες και μπράβο στην παραγωγή που έδειξε σεβασμό σε μας τις παλιοσειρές αλλά και στο ότι προσπάθησε να δείξει στις νεώτερες γενιές τι σημαίνει αληθινό σινεμά περιπέτειας με κανονικούς κασκαντέρ και αληθινές επικίνδυνες σκηνές.

Όσο για τις ερμηνείες θα ξεκινήσω με τον Κρεγκ ακριβώς επειδή ο ίδιος από την αρχή ως και το φινάλε της ταινίας φαίνεται συγκινημένος μιας και αποχαιρετά τον ήρωά του, δεν θα είναι λίγοι αυτοί που στο μέλλον μπορεί να ταυτίζουν τον Μποντ με τον Κρεγκ και υπεύθυνο για αυτή την ταύτιση θα είναι το συγκεκριμένο φιλμ. Το φιλμ έχει στόχο την συγκίνηση και εμείς οι παλαιότεροι θα συγκινηθούμε, ή αν προτιμάτε κάτι θα νιώσουμε στους τίτλους τέλους κι όχι μόνο ικανοποίηση για άλλη μια καλογυρισμένη περιπέτεια. όχι, το No Time To Die δεν είναι για μένα η καλύτερη ταινία της σειράς δεν είναι καν η καλύτερη ταινία της εποχής Κρεγκ ίσως όμως θα μας μείνει πιο πολύ απ’όλες λόγω της φύσης της και του σκοπού της. Το αντίο, δεν το λέει μόνο ο Κρεγκ το λέμε κι εμείς γιατί τελικά ο συγκεκριμένος ηθοποιός θα μας λείψει. Ο κακός της ιστορίας ο Ράμι Μάλεκ έχει τις καλές του στιγμές και τις αδιάφορες, ίσως η παρουσία του ίσως το σενάριο, δεν είμαι σίγουρος, ενώ ως απειλητική περσόνα τα πάει μια χαρά στις πιο πολλές σκηνές, υπάρχουν κάποιες άλλες που σου δίνεται η αίσθηση ότι βλέπεις άλλο χαρακτήρα. Η Λέα Σεηντού παρόλο που ξεκινά ελαφρώς ξενέρωτη, μετά εξελίσσεται μια πολύ πειστική Μαντλίν, οι υπόλοιποι δευτερορολίστες το διασκεδάζουν ως φαίνεται και κάνουν την δουλειά τους μια χαρά.

Με τα συν του και με τα πλην του λοιπόν ο τελευταίος 007 αλλά τα συν είναι σαφώς περισσότερα. Από τα πιο συναισθηματικά φινάλε εποχής που έχω παρακολουθήσει στην οθόνη τα τελευταία χρόνια.

Καλή Διασκέδαση

Η Παλιά Φρουρά (The Old Guard) 2020

Σκηνοθεσία : Τζίνα Πρινς-Μπάιδγουντ 

Πρωταγωνιστούν : Σαρλίζ Θερόν, Κίκι Λέην, Ματίας Σούνερτς, Λούκα Μαρτινέλι, Τσιγουετέλ Ετζιοφόρ

Ο μύθος του Χαϊλάντερ του Αθάνατου, ξανά επί της οθόνης ή περίπου ξανά. Μια ομάδα αθάνατων μισθοφόρων, ή σχεδόν αθάνατων αφού μετά από έναν σχετικά μεγάλο αριθμό βίαιων θανάτων η αθανασία παύει να υφίσταται, έρχεται αντιμέτωπη με μία φαρμακευτική πολυεθνική η οποία με την υποστήριξη της CIA προσπαθεί να ανακαλύψει το μυστικό της αθανασίας ώστε να “βοηθήσει” την ανθρωπότητα.

Όχι η CIA δεν έχει το ρόλο του καλού, το αντίθετο μάλιστα, το φιλμ έχει βέβαια τη φιλοσοφία του “σπάω τα ταμεία” αλλά έχει και διαφορές. Το σενάριο του Γκρεγκ Ρούκα βασίζεται στο ομότιτλο κόμικ του οπότε ναι έχουμε άλλη μία ταινία πάνω σε κόμικ, καθόλου πρωτότυπο αλλά γιατί όχι αν υπάρχει κάτι το διαφορετικό. Η περιπέτεια δράσης στρατιωτικού τύπου μπλέκεται έξυπνα με την επιστημονική φαντασία. Υπάρχουν και οι απαραίτητες “σκέψεις” σχετικά με την μοναξιά της αθανασίας, τις οποίες τις έχουμε ξαναδεί αλλά σε τελική ανάλυση το φιλμ είναι έντιμο πάνω σε αυτό, πάμε να περάσουμε δύο ώρες συνεχούς δράσης με όσο το δυνατόν περισσότερες εντυπωσιακές σκηνές γίνεται και με ηθοποιούς που δεν παίζουν για να συμπληρώσουν εργατοώρες. Το καστ σέβεται κι αυτό απόλυτα τον θεατή και αποφεύγει έξυπνα την παγίδα της χαζοατάκας και της υπερ-ηρωικής μαγκιάς, μάλιστα δύο από τους άντρες της ομάδας είναι ομοφυλόφιλοι και ζευγάρι.

Έξυπνες ανατροπές και όχι πολλές ώστε να μην κουράζουν, μαύρο και πικρό χιούμορ τις κατάλληλες στιγμές και οι περισσότερες σκηνές πάλης και μάχης πολύ καλά γυρισμένες, δυο τρεις από αυτές βέβαια θα μπορούσαν να είχαν γυριστεί κάπως αλλιώς αλλά αυτά είναι απόψεις. Γενικώς το δίωρο περνάει εύκολα, δεν έχει απαιτήσεις και καλό είναι να μην περιμένουμε κι εμείς μία περιπέτεια αλά Σπίλμπεργκ. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πως θα ήταν η ταινία αν την είχε γυρίσει ο Κρίστοφερ Νόλαν παρόλο που η Μπάιδγουντ τα κατάφερε μια χαρά. Μια ακόμα ευχάριστη έκπληξη είναι η αναφορές, κυρίως από αποκόμματα εφημερίδων, στο βιογραφικό των μελών της ομάδας. Για να μην σας ταλαιπωρώ άλλο θα κλείσω επαναλαμβάνοντας πως αν δεν αγαπάτε το είδος της μοντέρνας κινηματογραφικής περιπέτειας ασταμάτητης δράσης, με τα υπέρ και με τα κατά της, προσπερνάτε, αν όμως θέλετε να δείτε κάτι παραπάνω από μια επαναλαμβανόμενη αισθητική Transporter 15 και Fast And Furious Θάνατος Στην Κατεχάκη, τότε Η Παλιά Φρουρά θα σας διασκεδάσει και με το παραπάνω.

Η Λεοπάρδαλη Του Χιονιού : Sylvain Tesson

Εκδόσεις : Άγρα

Μετάφραση : Σπύρος Γιανναράς

Οι γύπες εναλλάσσονταν στον αέρα, φρουροί της αιωνιότητας. Οι κορυφές υποδέχονταν πρώτες το φως. Ένα γεράκι ψέκαζε την μικρή κοιλάδα με το άγιασμά του. Οι εναέριε σκοπιές που φυλούσαν τα όρνια με υπνώτιζαν. Πρόσεχαν ώστε όλα να εξελίσσονται καλώς επί της γης. Πάει να πάει ότι ο θάνατος θα έπαιρνε τα ζώα που του αναλογούσαν και θα διένειμε τις μερίδες. Κάτω χαμηλά στις απότομες πλαγιές που έτεμναν το φαράγγι, τα γιακ βοσκούσαν. Ξαπλωμένος μέσα στα χορτάρι, σε ήρεμο και παγωμένο καρτέρι, ο Λεό εξέταζε προσεκτικά κάθε βράχο με το κιάλι. Εγώ ήμουν λιγότερο ψείρας. Η υπομονή έχει τα όριά της και τα δικά μου έφταναν ως την μικρή κοιλάδα. Απέδιδα σε καθένα από τα άγρια ζώα μια θέση στην κοινωνική κλίμακα του βασιλείου. Η λεοπάρδαλη ήταν η ηγεμόνισσα και το γεγονός ότι παρέμενε αόρατη επιβεβαίωνε το κοινωνικό της στάτους. Βασίλευε και συνεπώς δεν είχε ανάγκη να επιδεικνύεται. Οι λύκοι περιφέρονταν ως επίορκοι πρίγκιπες , τα γιακ ήταν οι ζεστά ντυμένοι μεγαλοαστοί, οι λύγκες οι σωματοφύλακες, οι αλεπούδες οι επαρχιακοί μικρογαιοκτήμονες, ενώ οι γαλάζιες αίγες και τα γαϊδούρια ενσάρκωναν τον λαό. Τα αρπακτικά από την πλευρά τους συμβόλιζαν τους ιερείς, διφορούμενοι αφέντες του ουρανού και του θανάτου. Τούτοι οι κληρικοί με τις λιβρέες τους από φτερά δεν έβλεπαν με κακό μάτι το ενδεχόμενο κάτι να πάει στραβά για μας.

Η λεοπάρδαλη, η ψυχή των πάγων είχε ντυθεί τη Γη. Τη θεωρούσα καμουφλαρισμένη στο τοπίο, όμως ήταν το ίδιο το τοπίο που ακυρωνόταν μόλις εκείνη εμφανιζόταν. Εξαιτίας ενός οπτικού εφέ αντάξιο κινηματογραφικού zoom out κάθε φορά που το μάτι μου έπεφτε επάνω της, το ντεκόρ απομακρυνόταν, για να αφομοιωθεί ύστερα ολόκληρο από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Προερχόμενη από αυτό το υπόβαθρο είχε γίνει το ίδιο το βουνό, έβγαινε από αυτό. Ήταν παρούσα και όλος ο κόσμος ακυρωνόταν. Ενσάρκωνε την αρχαία ελληνική Φύσις, natura στα λατινικά, για την οποία ο Χάιντεγκερ έδινε τον παρακάτω θρησκευτικό ορισμό. “Εκείνο που αναφύεται από τον εαυτό του και εμφανίζεται με αυτόν τον τρόπο”.

Παραμείναμε στο σημείο μέχρι που νύχτωσε. Η λεοπάρδαλη λαγοκοιμόταν, απαλλαγμένη από κάθε απειλή. Το άλογο τσινάει με την ελάχιστη χειρονομία, η γάτα το βάζει στα πόδια με τον παραμικρό θόρυβο, ο σκύλος αντιλαμβάνεται μια ξένη μυρωδιά και πετάγεται με τη μία, το έντομο το σκάει προς τη φωλιά του, το φυτοφάγο τρέμει τις κινήσεις πίσω από την πλάτη του και ο άνθρωπος δεν ξεχνά ποτέ να ελέγξει τις γωνίες μπαίνοντας σε ένα δωμάτιο. Η παράνοια είναι μία από τις προϋποθέσεις της ζωής. Η λεοπάρδαλη όμως ήταν βέβαιη για την κυριαρχία της. Αναπαυόταν εντελώς χαλαρωμένη καθότι απρόσβλητη.

Η φωτογράφηση ενός σπάνιου ζώου, η Φύση με τους δικούς της νόμους, η ζωή κάπου αλλού, και μέσα σε όλα αυτά ο άνθρωπος με τον προορισμό που έχει ή που νομίζει ότι έχει. Καταπληκτική γραφή, αφήγηση ταιριαστή για ταινία του Τέρενς Μάλικ και αναζητήσεις εσωτερικές, σκέψεις και εικόνες πάνε μαζί, και κουβαλούν πολλά ερωτήματα. Τόσο όμορφο βιβλίο που οι μόλις 184 σελίδες του μοιάζουν ελάχιστες. Σπουδαία δουλειά και στην μετάφραση και στην επιμέλεια. Ένα λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ ή ένα ρεπορτάζ του National Geographic με αρκετές φιλοσοφικές πτυχές.

Μη Μ’Αφήσεις Ποτέ : Καζούο Ισιγκούρο

Εκδόσεις : Ψυχογιός

Μετάφραση : Αργυρώ Μαντόγλου

Πολλοί από εμάς είχα ήδη κλείσει τα δεκάξι. Ήταν ένα πρωινό με εκτυφλωτική λιακάδα και είχαμε μόλις κατέβει στο προαύλιο, ύστερα από ένα μάθημα στο κεντρικό κτίριο, όταν θυμήθηκα κάτι που είχα αφήσει στην τάξη. Έτσι ξαναγύρισα στον τρίτο όροφο και τότε συνέβη το επεισόδιο με την δεσποινίδα Λούσι.

Εκείνη την εποχή είχα ένα δικό μου μυστικό παιχνίδι. Όταν βρισκόμουν μόνη, σταματούσα και κοίταζα τη θέα- από ένα παράθυρο φερ’ειπείν, ή μέσα από κάποια ανοιχτή πόρτα -οποιαδήποτε θέα αλλά χωρίς ανθρώπους. Το έκανα ώστε να μπορώ, τουλάχιστον για μερικά δευτερόλεπτα, να έχω την ψευδαίσθηση πως ο τόπος δεν ήταν γεμάτος μαθητές και πως το Χάιλσαμ ήταν ένα ήρεμο, γαλήνιο οίκημα όπου ζούσα με πέντε-έξι άλλα άτομα. Για να συμβεί έπρεπε να αφεθείς σε ένα είδος ονειροφαντασίας, απομακρύνοντας τον όποιο εξωτερικό θόρυβο και τις φωνές. Συνήθως έπρεπε να είσαι πολύ υπομονετική: αν, γα παράδειγμα εστίαζες σε ένα συγκεκριμένο σημείο του γηπέδου μέσα από ένα παράθυρο, ίσως χρειαζόταν να περιμένεις πολλή ώρα για κείνα τα δύο λεπτά που δεν θα υπήρχε κανείς στο οπτικό σου πεδίο. Ωστόσο αυτό βρέθηκα να κάνω εκείνο το πρωί, αφότου πήρα ότι είχα ξεχάσει στην τάξη και βγήκα έξω στο κεφαλόσκαλο του τρίτου ορόφου.

Είχα σταθεί ακίνητη μπροστά στο παράθυρο, κοιτάζοντας από ψηλά το σημείο της αυλής όπου βρισκόμουν λίγο πιο πριν. Οι φίλες μου είχαν φύγει και το προαύλιο άδειαζε συνεχώς, κι εγώ περίμενα να λειτουργήσει το κόλπο μου, όταν άκουσα πίσω μου κάτι σαν γκάζι ή ατμό να σκάει σε δυνατές ριπές.

Ένας συριστικός ήχος που συνεχίστηκε για περίπου δέκα δευτερόλεπτα, σταμάτησε κι έπειτα ξανάρχισε. Δεν θορυβήθηκα ιδιαίτερα, αλλά καθώς ήμουν το μοναδικό άτομο εκεί πάνω, θεώρησα πως καλά θα έκανα να πάω και να το ερευνήσω.

Διέσχισα το κεφαλόσκαλο και κατευθύνθηκα προς τον θόρυβο, προχώρησα στον διάδρομο, πέρασα το δωμάτιο όπου είχα βρεθεί πριν από λίγο και κατέβηκα στην αίθουσα 22 την προτελευταία του διαδρόμου. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και μόλις πλησίασα, το σφύριγμα ξανάρχισε με μεγαλύτερη ένταση. Δεν ξέρω τι περίμενα να ανακαλύψω, όταν με μεγάλη προσοχή έσπρωχνα την πόρτα, αλλά ξαφνιάστηκα που βρήκα εκεί την δεσποινίδα Λούσι. Σπανίως χρησιμοποιούσαν την αίθουσα 22 για διδασκαλία, επειδή ήταν πολύ μικρή και ελάχιστο φως έμπαινε εκεί μέσα ακόμα και μια τόσο λαμπρή μέρα. Οι επιτηρητές πήγαιναν εκεί μερικές φορές για να διορθώσουν τα γραπτά μας ή για να μελετήσουν. Εκείνο το πρωί το δωμάτιο ήταν πιο σκοτεινό επειδή είχαν κατεβάσει τις περσίδες. Υπήρχαν δύο τραπέζια ενωμένα για να καθίσουν γύρω τους ορισμένοι μαθητές, αλλά η δεσποινίς Λούσι καθόταν εκεί μονάχη της, στο πίσω μέρος. Μπροστά της υπήρχαν σκόρπια φύλλα από σκούρο γυαλιστερό χαρτί. Κοίταζε συγκεντρωμένη, κατηφής, τα χέρια απλωμένα πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού και χάραζε γραμμές με το μολύβι της σε μία σελίδα. Κάτω από τις δικές της έντονες μαύρες γραμμές διέκρινα ένα χειρόγραφο προσεκτικά γραμμένο με μπλε στυλό.

Οι εκατό πρώτες σελίδες σε γεμίζουν απορίες, τα κλασσικά “μα που το πάει;”, “γιατί κάτι δεν καταλαβαίνω;” οι απορίες αυτές λύνονται ύστερα από ένα πολύ δυνατό χαστούκι που σε κάνει να εκτιμήσεις και τις 100 αυτές σελίδες που σε παίδεψαν. Δυστοπικό, εφιαλτικό, ανθρώπινο, συγκινητικό…μεγάλη στιγμή της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Henri Michaux : Ένας Βάρβαρος Στην Ασία

Εκδόσεις : Printa

Μετάφραση : Αλέξανδρος Δέλιος – Μαρία Ρέγκου

Ο κινεζικός λαός είναι γεννημένος τεχνίτης. Ότι μπορεί να ανακαλύψει κανείς μαστορεύοντας, ο Κινέζος το έχει βρει. Τη χειράμαξα, την τυπογραφία, τη χαρακτική, τη μπαρούτη, το αδράχτι, τον χαρταετό, το οδόμετρο, τον νερόμυλο, την ανθρωπομετρία, τον βελονισμό, την κυκλοφορία του αίματος, ίσως και την πυξίδα, και άλλα πολλά.

Η κινεζική γραφή μοιάζει με γλώσσα επιχειρηματιών, ένα σύνολο συμβόλων εργαστηρίου. Ο Κινέζος είναι τεχνίτης, και επιδέξιος τεχνίτης, έχει δάχτυλα βιολιστή. Χωρίς δεξιοτεχνία, δεν μπορεί κανείς να είναι Κινέζος αδύνατον.

Ακόμη και για να φάει, όπως το κάνει με δύο ξυλάκια χρειάζεται κάποια επιδεξιότητα. Και την επιδεξιότητα αυτή την έχει επιδιώξει. Θα μπορούσε και ο Κινέζος όπως άλλοι εκατό λαοί, να εφεύρει και να χρησιμοποιεί το πιρούνι. Αλλά πρόκειται για εργαλείο που ο χειρισμός του δεν απαιτεί καμιά δεξιότητα, και τον απωθεί.

Στην Κίνα δεν υπάρχει ανειδίκευτος εργάτης. Τι απλούστερο από το να πουλάει κανείς εφημερίδες στον δρόμο; Ο τυπικός Ευρωπαίος πωλητής είναι ένα φωνακλάδικο ρομαντικό παιδί που σου παίρνει τ’αυτιά ξεφωνίζοντας, “Πρωία! Απογευματινή! 4η Έκδοση” κι έρχεται να ριχτεί στα πόδια σου. Ο Κινέζος πωλητής εφημερίδων είναι ένας ειδικός. Διερευνά τον χώρο που θα διασχίσει, παρατηρεί που βρίσκονται οι άνθρωποι και, κάνοντας τα χέρια του χωνί μπροστά στο στόμα, κατευθύνει την φωνή, εδώ προς ένα παράθυρο, εκεί προς μία ομάδα, παρακάτω προς τα αριστερά , όπου πρέπει, τέλος πάντων ήρεμα. Ποιος ο λόγος να ξελαρυγγιάζεται εκεί που δεν υπάρχει ψυχή;

Στην Κίνα όλα είναι καμωμένα με δεξιοτεχνία. Η ευγένεια δεν είναι μια απλή εκλέπτυνση αφημένη λίγο-πολύ στην αντίληψη και το καλό γούστο του καθενός. Το χρονόμετρο δεν είναι μια απλή εκλέπτυνση αφημένη στην εκτίμηση του καθενός. Είναι ένα έργο που έχει απαιτήσει χρόνια κόπων. Ακόμα και ο κακοποιός στην Κίνα είναι εξειδικευμένος, έχει μια τεχνική. Δεν είναι κακοποιός από αντικοινωνική μανία. Ποτέ δεν σκοτώνει άσκοπα. Δεν επιζητεί τον θάνατο των ανθρώπων αλλά τα λύτρα. Τους βλάπτει όσο ακριβώς χρειάζεται, αφαιρώντας τους ένα-ένα τα δάχτυλα τα οποία στέλνει στην οικογένεια με χρηματικές αξιώσεις και ζοφερές απειλές.

Από την άλλη, η πονηριά στην Κίνα δεν συναρτάται διόλου με το κακό αλλά με τα πάντα. Η αρετή είναι “ότι καλύτερα συνδυασμένο υπάρχει”

Better Days (2019)

Σκηνοθεσία : Ντέρεκ Τσανγκ

Πρωταγωνιστούν : Ζιου Ντονγκ Γιου, Τζάκσον Γι

Εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, σκληρή προετοιμασία, φοβερή πίεση και…σχολικός τραμπουκισμός. Ένα κορίτσι αυτοκτονεί πέφτοντας από το μπαλκόνι της τάξης της. Η αιτία, ο εξευτελισμός, η ψυχολογική και η σωματική βία από ομάδα συμμαθητών της, κανένας δεν μιλάει. Ένα άλλο κορίτσι που την συμπαθούσε νιώθει τύψεις, θέλει να βοηθήσει αλλά έρχεται η σειρά της να δεχτεί τραμπουκισμούς. Ένα βράδυ κάτω από πολύ παράξενες συνθήκες γνωρίζει ένα αγόρι ψημένο στη ζωή του δρόμου και στη βία που αναλαμβάνει να την προστατέψει.

Ο ασιατικός κινηματογράφος πετυχαίνει κάτι απίστευτα δύσκολο, καταφέρνει να μετατρέψει τον ωμό ρεαλισμό σε ένα είδος underground – punk ποιητικού σινεμά. Το Better Days ανήκει σε αυτή τη σχολή, ναι μεν δεν έχει την Κορεάτικη σκληράδα αλλά χτυπάει ανελέητα από την αρχή έως το τέλος. Ο πόνος και η τρυφερότητα βαδίζουν χέρι χέρι. Επιφανειακά είναι μια ταινία για τον σχολικό τραμπουκισμό, έστω όχι επιφανειακά αλλά ας μην σταματήσουμε εκεί. Χωρίς το παραμικρό είδος δημοσιογραφικού κινηματογράφου που έχουν δοκιμάσει Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι σκηνοθέτες ο Τσανγκ κάνει τις καταγγελίες του μέσα από μία ιστορία τόσο σκληρή και τόσο τρυφερή, τα πλάνα του πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα πάνω στο τραπέζι και έχουμε την ιστορία του ζευγαριού που εξελίσσεται, την παράλληλη ζωή του αγοριού και του κοριτσιού με τη βοήθεια των φλας μπακ, αλλά και αποσπάσματα από την σύγχρονη πραγματικότητα μιας κοινωνίας ρομποτικής, εφιαλτικής, αδιάφορης, με τις παρωπίδες συνεχώς φορεμένες, όλα σχεδόν ταυτόχρονα οπότε εκτός από τα όποια μπράβο που πρέπει να αποδοθούν στον Τσανγκ μεγάλο μερίδιο του θαυμάσιου αποτελέσματος ανήκει και στο μοντάζ του Ζανγκ Γιμπό.

Ο Τσανγκ χειρίζεται ταχυδακτυλουργικά τον χρόνο και πυροβολεί, δεν διδάσκει όπως ανέφερα και παραπάνω καταγγέλλει γιατί αγανακτεί, όπως άλλωστε θα αγανακτήσει και ο θεατής. Το Better Days είναι προορισμένο να ενοχλήσει οπότε αν δεν σας ταιριάζουν οι “ενοχλητικές” ταινίες αφήστε το. Από την άλλη το χαστούκι ή η μελανιά δίνουν πολύ γρήγορα τη θέση τους στο ζεστό κράτημα ενός χεριού, στο χάδι και στο δάκρυ που όσο περνά ο καιρός δεν διστάζει πια να βγαίνει.

Το Better Days είναι μία ταινία γεμάτη έντονα συναισθήματα, μίσος, θυμό, αγωνία, συγκίνηση, αγάπη, αυτοθυσία. Ο Τσανγκ δεν σταματάει να κάνει ο ίδιος τραμπουκισμό στο Κινέζικο σύστημα εκπαίδευσης, στην προστασία του πολίτη, στις κοινωνικές ανισότητες, στην νεανική εγκληματικότητα. Δεν χάνει χρόνο με σεναριακά σεμινάρια και εύκολες νουθεσίες, ο κινηματογράφος δεν είναι κατηχητικό και δεν είναι τάξη ομαδικής ψυχοθεραπείας. Ο Τσανγκ μιλάει με κάποια εξαιρετικής έμπνευσης και ομορφιάς πλάνα, ακόμα και η συχνή απεικόνιση της βρωμιάς και της ασχήμειας από την κάμερα του είναι ένα πανέμορφο έργο τέχνης, το εφιαλτικό σύμπαν μέσα στο οποίο καλούνται να επιβιώσουν οι δύο βασικοί ήρωες έχει κινηματογραφηθεί με τόση δύναμη και με τόσο βάθος που μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό.

Είναι τελικά ένα ερωτικό δράμα; Είναι ένα ερωτικό θρίλερ; Είναι κοινωνική περιπέτεια; Είναι όλα! Είναι ένα πολύχρωμο και ταυτόχρονα σκοτεινό και υγρό παραμύθι, ένα εικαστικό τραγούδι πάνω στην μοναξιά, πάνω στην ανάγκη επικοινωνίας, “ναι αυτός είναι ο κόσμος το ξέρω, και σε ρωτάω σε αυτό το κόσμο εσύ θέλεις να φέρεις ένα παιδί;” ρωτάει κάποια στιγμή η Τσεν Νιαν (η κεντρική ηρωίδα) μια αστυνομικό. Και μαζί με εκείνη ίσως να το ρωτήσουμε κι εμείς. Η κοινωνία του τώρα, η κοινωνία των Καλύτερων Ημερών (Better Days) δεν αγαπά τα παιδιά, θέλει απλά να τα εκπαιδεύσει, να τα κάνει σκληρούς επαγγελματίες, κάτι σαν στρατιώτες μόνιμα έτοιμους για μάχη, προσέξτε μόνο πόσο συγκλονιστική είναι η σκηνή με τις φωτογραφίες και τα μηνύματα από τα κινητά τηλέφωνα στην αρχή της ταινίας!

Μπορείς να είσαι πολύ ευαίσθητος και να πεις τα πράγματα με τον πιο σκληρό τρόπο, αυτό κάνει ο Τσάνγκ και κανείς που καταλαβαίνει έστω και λίγο σινεμά δεν θα αμφισβητήσει την ευαισθησία του, κάθε δημιουργός έχει τον τρόπο του για να πει αυτό που θέλει, και βέβαια ο συγκεκριμένος ευτύχισε στην επιλογή των δύο πρωταγωνιστών που στη κυριολεξία δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας. Το Better Days θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν το Κινέζικο Μαζί Ποτέ αλλά δεν είναι το ίδιο, ναι συχνά σε τσακίζει αλλά η πορεία του είναι διαφορετική. Μόνη παραφωνία κατά τη γνώμη μου η μεγάλη διάρκεια προς το τέλος, αλλά ούτε κι αυτή δεν βλάπτει στο ελάχιστο την υπέροχη αυτή ταινία.

Άσπρο Πάτο (Druk) – 2020

Σκηνοθεσία : Τόμας Βίντερμπεργκ

Πρωταγωνιστούν : Μάντς Μίκελσεν , Τόμας Μπο Λάρσεν, Λαρς Ράντε, Μάρκους Μίλλανγκ, Μαρία Μπόνεβι

Τέσσερεις καθηγητές Λυκείου, τέσσερεις κολλητοί φίλοι σε προσωπικά και σε επαγγελματικά αδιέξοδα, σε μια βραδινή έξοδο αποφασίζουν πως ύστερα από “μελέτες” ο άνθρωπος γεννιέται με λιγότερο από το απαιτούμενο ποσοστό αλκοόλ στο αίμα του και πως ένα ποτηράκι κατά την διάρκεια των εργάσιμων ωρών ίσως δώσει λύσεις και βελτιώσει καταστάσεις, στην αρχή το πείραμα πετυχαίνει απόλυτα, ποια θα είναι όμως η συνέχεια;

Μπορεί να βρει κανείς ορισμένες ομοιότητες τόσο με τους Συζύγους του Τζον Κασσαβέτη ή με το Οι Εντιμότατοι Φίλοι Μου, ή ακόμα και με το Πλαγίως, τόσες όσες να μην ενοχλούν. Στο κάτω κάτω οι κεντρικοί ήρωες είναι τα μέλη μιας δεμένης αντροπαρέας κάτι που φυσικά δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο. Η αντρική φιλία είναι ο ένας άξονας, ο δεύτερος είναι η κρίση όχι ακριβώς μέσης ηλικίας αλλά ενός πρόχειρου ισολογισμού, “τί έδωσα-τι πήρα”, “έχω κέρδη ή ζημιές;”, ο σχεδιασμός ενός μέλλοντος βασισμένος στην αλληλεγγύη, και στο φινάλε πόσο βλαβερό είναι λιγάκι αλκοόλ παραπάνω ώστε και το απαιτούμενο ποσοστό να υπάρχει στο αίμα μας αλλά και η ζωή μας να ξαναπάρει μπρος και να αποκτήσει κάποιο ενδιαφέρον.

Διάβασα πως υπάρχει κίνδυνος το φιλμ να θεωρηθεί ύμνος στο αλκοόλ, το δικό μου συμπέρασμα πάνω σε αυτή την άποψη είναι το εξής, ή αυτός που το έγραψε δεν είδε όλη την ταινία, ή δεν κατάλαβε τι είδε. Σεναριακά η πλάστιγγα γέρνει σε μια πίκρα των σαράντα και κάτι με πινελιές χιούμορ άλλοτε λυτρωτικού άλλοτε μαύρου. Οι σκηνές με τους μετρητές του ποσοστού αλκοόλ είναι απολαυστικές προκαλούν χαμόγελα η γέλια τα οποία όμως έχουν διάρκεια δευτερολέπτων, το γιατί φυσικά δεν το αποκαλύπτω. Αν υπάρχει κάποιος ύμνος κάπου, αυτός είναι στη φιλία, στην επανεξέταση και στην επανεκκίνηση της ζωής, στην αναθεώρηση των σχέσεων με τους γύρω μας, στην αναγνώριση των ευθυνών μας με την συγγνώμη που χρωστάμε στους άλλους αλλά και στον εαυτό μας, στην λίγη τρέλα παραπάνω που έχει ανάγκη αυτή η ζωή. Όχι το σενάριο δεν είναι τέλειο, έχει και απλοϊκές στιγμές, και ευκολίες που θα μπορούσαν να λείψουν αλλά τελικά το Druk δεν είναι από τα φιλμ που πρέπει να τα βάλεις στο μικροσκόπιο.

Σκηνοθετικά η αφήγηση έχει αρκετά γρήγορο ρυθμό και όσον αφορά το θέμα των ανθρωπίνων σχέσεων και την κρίση στις σχέσεις κάποιων ηρώων με τις οικογένειες του ο Βίντερμπεργκ εκπλήσσει γιατί η σκανδιναβική σχολή μας έχει συνηθίσει σε άλλα μοτίβα κινηματογράφησης πάνω στο είδος, βέβαια από τον σκηνοθέτη της Οικογενειακής Γιορτής όλα να τα περιμένει κανείς, ωστόσο ο όποιος γρήγορος ρυθμός δεν στερεί το φιλμ από την οποιαδήποτε βαθιά ματιά πάνω στους χαρακτήρες. Έχουμε βέβαια και την απαραίτητη κοινωνική κριτική γύρω από τη σύγχρονη Δανία, το πρότυπο πολλών πολιτικών αν θυμάστε. Η Δανία του σήμερα είναι μια χώρα στην οποία το αλκοόλ συχνά μοιάζει να είναι κάτι σαν το κλειδί που ανοίγει το κλουβί σου, η εισαγωγή της ταινίας λέει πολλά. Μη φανταστείτε βέβαια πως η κριτική είναι σε βάθος, ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο απλώς πρέπει να δώσει μια ιδέα στον θεατή σε ποιόν κόσμο είναι τοποθετημένοι οι ήρωές του έτσι ώστε να τους κατανοήσει καλύτερα.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έλεγαν “οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου”, φιλόσοφοι, ποιητές, λογοτέχνες, μουσικοί, καλλιτέχνες γενικότερα είχαν λίγο αλκοόλ παραπάνω σαν απαραίτητο καύσιμο ώστε να διασχίσουν τον δικό τους δημιουργικό δρόμο, δεν είμαστε όμως όλοι καλλιτέχνες και η ζωή δεν είναι δίκαιη. Το καλό επίσης είναι ότι το φιλμ δεν ηθικολογεί στο ελάχιστο και δεν καταλήγει να γίνει Το Χαμένο Σαββατοκύριακο, Μέρες Κρασιού Και Λουλουδιών ή Αφήνοντας Το Λας Βέγκας (σπουδαίες δραματικές ταινίες και οι τρεις σχετικά με την αλκοολική καταστροφή). Το Druk ενδεχομένως να μπορεί να το αξιολογήσει κανείς από διαφορετικές οπτικές γωνίες, όμως νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουν πως ο θεατής θα απολαύσει πολύ όμορφες ερμηνείες και άσχετα από τα συναισθήματα που θα του αφήσει στο τέλος θα παραδεχτεί ότι είδε έντιμο κινηματογράφο, ανθρώπινο κινηματογράφο, τα γλυκόπικρα συναισθήματα είναι μέρος της ζωής και το Druk βγάζει ζωή, έχει τα απαραίτητα κινηματογραφικά ξεσπάσματα για να το πετύχει.

Τέλος μπορεί να μην είναι μια ταινία “Μαντς Μίκελσεν” γιατί δεν πατάει μόνο επάνω του αλλά πως να μην θαυμάσεις για άλλη μια φορά αυτόν τον εξαιρετικό ηθοποιό έναν Σκανδιναβό Ντε Νίρο που μπορεί να πάρει έναν ρόλο και να τον κάνει ολότελα δικό του; Δεν είναι λίγο το ότι υποδύθηκε το Χάννιμπαλ Λέκτερ στην τηλεοπτική σειρά και παραλίγο να σε κάνει να ξεχάσεις τον Άντονι Χόπκινς (οκ υπερβάλλω αλλά ήταν τόσο καλός που κανένας δεν ήθελε να κάνει συγκρίσεις με τον Μέγα Σερ). Υπάρχουν κάποιες σκηνές χορού στον κινηματογράφο, όχι από επαγγελματίες εννοώ σκηνές λυτρωτικών χορών, από απλούς ανθρώπους που προσκυνούν με τον τρόπο τους τον Διόνυσο, μια τέτοια σκηνή είναι κι αυτή του χορού του Μίκελσεν που προσωπικά με διέλυσε, με μία πρόχειρη εκτίμηση είναι μια από τις ωραιότερες σκηνές του είδους που έχω δει, απλώς ο κινηματογράφος και το κοινό έχουν αλλάξει και ίσως δεν περάσει σαν τόσο κλασσική όσο το συρτάκι του Άντονι Κουήν και του Άλαν Μπαίητς στον Ζορμπά,ή της Κιμ Νόβακ στο Πικ Νικ, εβίβα λοιπόν για το όμορφο δίωρο.

QUO VADIS AIDA ? (2020)

Σκηνοθεσία : Γιασμίλα Ζμπάνιτς

Πρωταγωνιστούν : Γιάσνα Ντούρισιτς, Ιζουντιν Μπαϊροβιτς, Μπόρις Ιζάκοβιτς, Γιόχαν Χέλντενμπεργκ

Η Άιντα είναι διερμηνέας σε βάση των κυανόκρανων στην Σερμπρένιτσα, όταν η πόλη καταλαμβάνεται από το στρατό του στρατηγού των Σερβο-Βόσνιων Μπλάντιτς θα προσπαθήσει να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να σώσει την οικογένειά της.

Η ταινία βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα και ο σκοπός της δεν είναι να σε βάλει σε μία από της δύο όχθες του ποταμού αίματος που χύθηκε στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το φιλμ κάνει το αυτονόητο, δείχνει την απανθρωπιά ενός εμφυλίου πολέμου, δείχνει τον άνθρωπο να μετατρέπεται σε κτήνος, και χωρίς να περνάει μήνυμα αναρωτιέται “πόσο ακόμα;”. Η Άιντα δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία, δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, όσον αφορά το θέμα τουλάχιστον, για τον Γιουγκοσλαβικό εμφύλιο έχουν γυριστεί κάμποσα φιλμ, τα περισσότερα καλά, απλώς εμένα περισσότερο μου έφερε στο νου το Χοτέλ Ρουάντα, και ο λόγος είναι ο ρόλος των “ειρηνιστών” κυανόκρανων που αναρωτιέται κανείς τελικά τι ρόλο παίζουν.

Δεν έχει νόημα να αναλύσω από εδώ το τι εισέπραξα ή τι μου έμεινε από το δράμα της γειτονικής χώρας, από τις γενοκτονίες, της θηριωδίες, τις έξυπνες βόμβες που διέλυαν νοσοκομεία και σκότωναν παιδιά. Καθαρά κινηματογραφικά μπόρεσα να θαυμάσω μια σκηνοθεσία ασύλληπτης δεξιοτεχνίας ειδικά την πρώτη ώρα όπου τα πάντα τρέχουν και οι πάντες αγωνιούν και καρδιοχτυπούν. Η Ζμπάνιτς δεν αφήνει δευτερόλεπτο ανεκμετάλλευτο, έχει φτιάξει ήδη μια ατμόσφαιρα που θα την ζήλευαν κορυφαία φιλμ αγωνίας, ίσως να υπερβάλλω λίγο αλλά δεν υπάρχουν μόνο οι σινε-αγωνίες των θρίλερ, υπάρχουν και αυτές των ανθρωπίνων δραμάτων. Οι δραματουργικές κορυφώσεις της Άιντα είναι προσεκτικά μελετημένες και στέκονται καλά πάνω στην διαχείριση χρόνου. Ο προβληματισμός και οι έντονες σκέψεις δεν έχουν ανάγκη μακρόσυρτων διαλόγων ή ατελείωτων πλάνων, μπορούν να εισβάλλουν σε χρόνο ρεκόρ στο μυαλό του θεατή. Μπορεί το βλέμμα πάνω στο Γιουγκοσλαβικό δράμα να μην είναι τόσο διεισδυτικό αλλά όπως προανέφερα η ταινία εστιάζει σε συγκεκριμένο γεγονός το οποίο όμως αποτελεί άλλη μια συνιστώσα μιας φριχτής περιόδου της σύγχρονης ιστορίας.

Η Άιντα είναι μια γυναίκα γεμάτη δύναμη, δεν είναι ηρωίδα, την οικογένειά της θέλει να σώσει κι εδώ που τα λέμε αυτό θα έκαναν οι περισσότεροι από εμάς σε ανάλογη περίπτωση. Το εθνικιστικό – θρησκευτικό μίσος δεν σταματά να ρίχνει τη σκιά του, η απειλή χαμογελάει χαιρέκακα και δείχνει τα δόντια της, ενώ η βία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, μόνο υπονοείται ακόμα και στην πιο άγρια σκηνή του φιλμ. Η βία είναι ψυχολογική, συναισθηματική, οι πάντες θέλουν να κρυφτούν για να γλιτώσουν, ο πόλεμος τελικά δεν είναι μόνο αίμα. Και στην άλλη πλευρά ο ΟΗΕ ως συνήθως σε διακοσμητικό ρόλο, ένας ανίκανος Πιλάτος που νίπτει τα χέρια του με αίμα αθώων γιατί πολύ απλά αυτές είναι οι διαταγές για την “επίτευξη της ειρήνης”!! Τελικά αν με κάποιον θα εξοργιστεί πραγματικά ο θεατής, αν και δεν έπρεπε να περιμένει την Άιντα γι’αυτό, ο ΟΗΕ είναι ο καταλληλότερος αποδέκτης του θυμού, δεν ξέρω αν η σκηνοθέτης σκόπευε να περάσει ένα τέτοιο μήνυμα (αμφιβάλλω) αλλά εδώ μιλάει η ιστορία.

Και μια και πιάσαμε την ιστορία το σεναριακό κομμάτι αποτελεί άλλο ένα ατού και το έχει αναλάβει κι αυτό η Ζμπανιτς, με λίγους διαλόγους έφτιαξε χαρακτήρες και ναι μεν η βασική ηρωίδα είναι το κέντρο της ταινίας αλλά και οι δεύτεροι, μη σας πω και οι τρίτοι ρόλοι μόνο απαρατήρητοι δεν περνούν. Το σενάριο τρέχει κι αυτό και μας αράζει από το χέρι, χρόνος δεν υπάρχει ούτε για την Άιντα ούτε για μας. Θα ήταν επίσης παράλειψη να μην βγάλουμε και το καπέλο στο μοντάζ του Γιάροσλαβ Καμίνσκι γιατί η συμβολή του είναι σημαντικότατη. Κλείνω με την ερμηνεία της Γιάσνα Ντούρισιτς που σε απορροφάει χωρίς να το καταλάβεις, τόσο φυσική, τόσο σπαρακτική, τόσο δυνατή η Άιντα της, άξιοι συμπαραστάτες και οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Υποψήφιο για όσκαρ καλύτερης ταινίας.