John Fante : Ρώτα Τη Σκόνη
Εκδόσεις : Μεταίχμιο
Μετάφραση : Γιάννης Λειβαδάς
Εκείνη ξάπλωσε πλάι μου και ατενίζαμε και οι δύο το άδειο ταβάνι, και σκεφτόμουν να της ανοιχτώ. Της είπα, “Υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω,ίσως μπορείς να με βοηθήσεις”. Όμως αυτό ήταν όλο. Όχι δεν μπορούσα να της μιλήσω για το πρόβλημά μου, παρέμενα όμως ξαπλωμένος εκεί, με την ελπίδα πως μπορεί να καταλάβαινε από μόνη της, κι όταν εξακολούθησε να με ρωτάει τι ήταν εκείνο που με προβλημάτιζε ήξερα ότι θα το έπαιρνε στραβά και κουνούσα το κεφάλι μου κάνοντας νευρικές γκριμάτσες. “Ας μη μιλάμε γι’αυτό” της είπα. “Είναι κάτι που δεν μπορώ να σου πω”.
“Μίλησέ μου για κείνη” μου είπε.
Δεν μπορούσα, ήταν αδύνατον να βρίσκομαι ε μια γυναίκα και να μιλάω για το πόσο ωραία είναι μια άλλη. ίσως αυτό να με ρώτησε “Είναι όμορφη;” και της απάντησα πως είναι. Ίσως γι’αυτό να με ρώτησε “Σε αγαπάει;” και της απάντησα πως δεν με αγαπάει. Τότε η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, γιατί εκείνη πλησίαζε όλο και περισσότερο σ’εκείνο που ήθελα να της ζητήσω, και περίμενα και λίγο καθώς εκείνη μου χάιδεψε το μέτωπο.
“Και γιατί δεν σε αγαπάει;”
Αυτό ήταν. Θα μπορούσα να απαντήσω και να ξεκαθαρίσω την κατάσταση αμέσως, μα αντ’αυτού της απάντησα “απλώς δεν με αγαπάει, αυτό είναι όλο”.
“Επειδή αγαπάει κάποιον άλλον;”
“Δεν ξέρω, μπορεί.”
Μπορεί αυτό, μπορεί εκείνο, ερωτήσεις επί ερωτήσεων, η συνετή, πληγωμένη γυναίκα, ψαχουλεύει στο σκοτάδι αναζητώντας τον πόθο του Αρτούρο Μπαντίνι, σ’ένα παιχνίδι απρόβλεπτο, μία κρύο, μία ζέστη, με τον Μπαντίνι έτοιμο να φανερώσει το αφανέρωτο.
“Πως την λένε;”
“Καμίγια” της απάντησα
Εκείνη ανασηκώθηκε, άγγιξε τα χείλη μου.
“Είμαι τόσο μόνη” μου είπε. “Προσποιήσου πως είμαι εκείνη”.
“Ναι” της είπα. “Αυτό είναι. Αυτό είναι το όνομά σου. Καμίγια.”
Άπλωσα τα χέρια μου και εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά μου
“Με λένε Καμίγια.” είπε
“Είσαι όμορφη” της απάντησα. “Είσαι η πριγκίπισσα των Μάγια”
“Είμαι η πριγκίπισσα Καμίγια”
“Όλη αυτή η χώρα κι όλη αυτή η θάλασσα σου ανήκουν. Ολόκληρη η Καλιφόρνια. Μα τι λέω; Δεν υπάρχει Καλιφόρνια, ούτε Λος Άντζελες, ούτε σκονισμένοι δρόμοι, ούτε φτηνιάρικα ξενοδοχεία, ούτε βρωμερές εφημερίδες ούτε ταλαίπωροι, ξεριζωμένοι άνθρωποι που έρχονται από τα ανατολικά, ούτε φανταχτερές λεωφόροι. Ετούτη είναι η όμορφη χώρα σου με την έρημο τα βουνά και την θάλασσα. Είσαι η πριγκίπισσα και τα εξουσιάζεις όλα”.
“Είμαι η πριγκίπισσα Καμίγια” είπε με λυγμούς.
“Δεν υπάρχουν Αμερικανοί, δεν υπάρχει Καλιφόρνια. Μονάχα η έρημος, τα βουνά, τα βουνά, η θάλασσα κι εγώ που τα εξουσιάζω όλα.”
“Και τότε έρχομαι εγώ”.
“Και τότε έρχεσαι εσύ”.
“Εγώ αυτοπροσώπως. Ο Αρτούρο Μπαντίνι. Ο μεγαλύτερος συγγραφέας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα”.
“Ω ναι” είπε εκείνη με πνιχτή φωνή. “Βεβαίως! Ο Αρτούρο Μπαντίνι, η μεγαλοφυϊα αυτού του πλανήτη!” Έχωσε το πρόσωπό της στον ώμο μουκαι τα καυτά της δάκρυα κυλούσαν στο λαιμό μου. Την έσφιξα δυνατά πάνω μου. “Φίλα με Αρτούρο” μου είπε
Μα δεν την φίλησα. Δεν είχα φτάσει ακόμα στο σημείο που ήθελα. Έπρεπε να γίνει όπως εγώ το ήθελα, διαφορετικά ας μην γινόταν ποτέ. “Είμαι κατακτητής” της είπα. “Όπως ο Κορτέζ, μόνο που εγώ είμαι Ιταλός”.
Leave a comment