Ο δικός μου φύλακας άγγελος κάνει βόλτες σε μια στοά με βρωμόνερα
γράφει με κηρομπογιά στους τοίχους της βλάσφημα γκράφιτι
χαστούκισε ένα τσιγγανάκι που τον κέρδισε στα ζάρια
και δοκίμασε ένα παλιό κραγιόν νομίζοντας ότι κάποια φιλούσε
Ο δικός μου φύλακας άγγελος ακούει τις καμπάνες όποτε θέλει αυτός
έχει για νανούρισμα το κλάμα μιας μαύρης κοπέλας που μένει στο ισόγειο
μα εκείνος ντρέπεται να δακρύσει μπροστά σ’ένα γέρο που τον κέρασε τσιγάρο
φοβάται μήπως τα μάτια του ματώσουν όταν τα ανοίξει απότομα
Ο δικός μου φύλακας άγγελος έχει κουραστεί να πεθαίνει για ένα ποίημα
να βαριανασαίνει κάθε φορά που τρέχει πίσω από μιαν ασπρόμαυρη θύμηση
να σταυρώνει τα δάχτυλα και το μυαλό του όταν ουρλιάζει ο έρωτας στο τρύπημα της βελόνας
και να κλείνει τα κύματα σε μπουκάλι αντί για κάποιο μήνυμα
Ο δικός μου φύλακας άγγελος κάνει μια ευχή όταν αντί γι’αστέρι
βλέπει να πέφτει ένα κομμάτι σοβάς απ’το ταβάνι
χύνει κρασί στο χώμα για να ξεδιψάσει η βασανισμένη ψυχή του Χένρυ*
και μένει μόνος κάθε φορά που γράφω γι’αυτόν
*Χένρυ Τσινάσκι : ήρωας διηγημάτων του Τσάρλς Μπουκόφσκι
Ο πίνακας έχει τίτλο Excruciating Fear (Ανυπόφορος Φόβος) δια χειρός Joanie Newberry
χύθηκε κρασί στο χώμα κι από τα χείλια μια ευχή
ο ήλιος άνοιξε το στόμα κι έπινε μέχρι να γδυθεί